- γυμνόσπερμα
- (gymnosperma).Η μία από τις δύο υποδιαιρέσεις των ανθοφύτων ή σπερματοφύτων, που περιλαμβάνει όλα τα φυτά των οποίων τα ωοκύτταρα δεν περιβάλλονται από τελείως κλειστή ωοθήκη, είναι δηλαδή γυμνά. Τα σποριάγγεια ή αναπαραγωγά σώματα (μικροσποριάγγεια ή γυρεόσακκοι για τα άρρενα, πολλαπλασιαστικά μόρια και μακροσποριάγγεια ή σπερμοβλάστες για τα θήλεα) αναπτύσσονται στα φυτά αυτά πάνω ή κάτω από φύλλα μεταμορφωμένα σε λέπια, που ονομάζονται ανάλογα μικροσποριόφυλλα (ή στήμονες) και καρπόφυλλα (ή καρπικά λέπια). Τα τελευταία δεν αναδιπλώνονται, ώστε να σχηματίσουν κλειστή ωοθήκη, αλλά μένουν ανοιχτά, με αποτέλεσμα οι σπερμοβλάστες και τα σπέρματα που προέρχονται από αυτές να παραμένουν ακάλυπτα. Γι’ αυτό και τα φυτά αυτά ονομάζονται γ. Πρόκειται για δίκλινα φυτά, παράγουν δηλαδή χωριστά τα άρρενα και τα θήλεα άνθη, μονογενή είτε στο ίδιο φυτό (μόνοικα) είτε σε διαφορετικά (δίοικα). Τα περισσότερα γ. είναι μόνοικα. Γενικά, οι άρρενες ταξιανθίες σχηματίζονται από πολλά μικροσποριόφυλλα (στήμονες), με μορφή λεπιού, τα οποία έχουν διάταξη σπείρας γύρω από άξονα και σχηματίζουν στρόβιλους ή ιούλους, που κρέμονται, επάκριους ή μασχαλιαίους. Τα καρπόφυλλα ή θήλεα καρπικά λέπια, φυτρώνουν συνήθως από τη μασχάλη άγονων φύλλων, που καλούνται βράκτεια ή καλυπτήρια λέπια, και σχηματίζουν θηλυκές ταξιανθίες (ίουλους ή κώνους) λιγότερο εμφανείς από τις άρρενες, επειδή σχηματίζονται από μικρότερο αριθμό λεπιοειδών καρποφύλλων. Όταν ωριμάσουν τα μικροσποριάγγεια (ανθήρες) ή οι γυρεόσακκοι των αρρένων ταξιανθιών, αφήνουν να βγουν οι γυρεόκοκκοι, των οποίων η διασπορά επιτελείται με τη βοήθεια του ανέμου. Οι γυρεόκοκκοι είναι από την ίδια την κατασκευή τους κατάλληλοι να μεταφέρονται με τον άνεμο και διαθέτουν επιπλέον φλυκταινώδεις αποφύσεις. Τα σπέρματα είναι πολυποίκιλα: στα κυκαδικά, στα γιγκοϊδικά και σε αρκετούς ταξίδες μοιάζουν με δρύπη, που έχει ξυλώδη πυρήνα που περιβάλλεται ολόκληρο από σάρκα. Σε άλλους ταξίδες το σπέρμα δεν περιβάλλεται από σάρκα, αλλά μόνο ένα μέρος του με μορφή κυπέλλου. Τέλος, στους πευκίδες και στους κυπαρισσίδες τα καρπόφυλλα ή καρπικά λέπια και τα καλυπτήρια λέπια ξυλοποιούνται και περισφίγγουν προστατευτικά τα σπέρματα, ώσπου να ωριμάσουν και να τα ελευθερώσουν σχηματίζοντας τους λεγόμενους κώνους στροβίλους (κουκουνάρες και κυπαρισσόμηλα). Ο στρόβιλος μπορεί μερικές φορές να είναι ραγόμορφος (ραγοστρόβιλος), όπως στο γένος γιουνίπερος. Τα γ. είναι φυτά που τείνουν να έχουν τα χαρακτηριστικά δέντρων με ξυλώδη βλαστό. Έχουν δευτερογενή κατά πάχος αύξηση και συνήθως βελονοειδή ή λεπιοειδή φύλλα, πολυετή, σπάνια με πλατύ έλασμα. Κάποτε αφθονούσαν, αν και υπάρχουν ακόμα και σήμερα είδη που σχηματίζουν μεγάλα δάση. Κατά τον μεσοζωικό αιώνα (πριν από 200 εκατ. χρόνια) είχαν την απόλυτη κυριαρχία στη βλάστηση της Γης. Αργότερα, στον καινοζωικό αιώνα παράκμασαν και εκτοπίστηκαν από τα αγγειόσπερμα. Ο άνθρωπος χρησιμοποιεί τα φυτά αυτά για το πολύτιμο ξύλο τους, για τις ουσίες τους, όπως το τερεβινθέλαιο και το κολοφώνιο, που προέρχονται από τις ρητίνες τους, και για τα έλαια ορισμένων ειδών, τα οποία εξυπηρετούν φαρμακευτικούς σκοπούς.
Dictionary of Greek. 2013.